- τετράμοιρος
- -ον, Ααυτός που ανήκει στην τέταρτη μοίρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)-* + -μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. δωδεκά-μοιρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τετράμοιρον — τετράμοιρος fourfold masc/fem acc sg τετράμοιρος fourfold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο … Dictionary of Greek
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek
τετραμοιρία — ἡ, Α [τετράμοιρος] τέσσερεις φορές μεγαλύτερη μοίρα ή μερίδα … Dictionary of Greek